Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

φτάνει πια

  • 1 αί

    επιφ.
    1) эй!; αί, εσύ εκεί! эй, ты там!; 2) а?; αί; πώς το είπες; а?, как ты сказал?; 3) ну!; αί, πηγαίνουμε; ну что, пошли?; 4) э!; αί, φτάνει πιά! э, довольно!, хватит уже!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αί

  • 2 φτάνω

    (αόρ. έφτασα) 1. αμετ.
    1) добираться; приходить; прибывать; приезжать;

    φτάνω μέχρι της κορυφής — добраться до вершины;

    έφτασαν νέα εμπορεύματα прибыли новые товары;
    έφτασα! иду!, сейчас!, сию минуту!; я здесь!, вот я!; 2) перен. приходить, наступать (о времени);

    φτάνει ο χειμώνας — наступает зима;

    έφτασε η στερνή του ώρα настал его последний час;
    έφτασε η ώρα των λογαριασμών настал час расплаты; 3) дойти до..., достичь (какого-л. места, момента, состояния и т. п.);

    αυτός μού φτάνει ως τόν.ώμο — он мне по плечо;

    τό μονοπάτι φτάνει ως την κορφή τού,βουνού — тропинка доходит до вершины горы;

    η φήμη του έφτασε ακόμη και στο Παρίσι слева о нём дошла до Парижа;

    όσο φτάνει το μάτι — насколько видит глаз;

    φτάνω στα — икра дойти до крайности, до крайней точки;

    τό πράγμα έφτασε στο απροχώρητο дело зашло в тупик;

    φτάνω στο άκρον άωτον — дальше ехать некуда;

    φτάνω σε απόγνωση — доходить до отчаяния;

    4) достигать, добиваться -(чего-л.);

    φτάν στο σκοπό μου — добиться своей цели;

    5) перен. доходить, достигать (до чьего-л. слуха и т. п.);
    αυτό δεν έφτασε ως τ' αυτιά μου я итого не слышал;

    ως εκεί φτάνει το μυαλό μου — это я ещё могу понять;

    τό μυαλό μου δεν φτάνει ως εκεί — это выше моего понимания;

    6) быть достаточным, хватать;

    φτάνει και περισσεύει — более чем достаточно;

    δέκα δραχμές μού φτάνουν — десять драхм мне хватит;

    αυτό με ( — или μού) φτάνει — с меня довольно;

    φτάνουν πιά τα πείσματα — довольно упрямиться;

    σα να μη μας έφταναν όλα τ' άλλα! только этого нам не хватало!;
    7) απρόσ. достаточно, хватит, довольно;

    § φτάνει μόνο να θυμηθείς... — только бы тебе не забыть;

    δεν φτάν — ст, ότι... — мало того, что...;

    2. μετ.
    1) догонять; настигать; достигать; 2) перен. догнать (кого-л.); сравняться (с кем-л.); τον έφτασα στα μαθηματικά я его догнал по математике;

    καμμιά δεν [τη φτάνει στην ομορφιά — никто не может сравниться с ней красотой;

    έφτασε τη μάν[ν]α της στο μπόϊ ростом она догнала свою мать;
    3) доставать; φτάσε μου το βιβλίο από το απάνω ράφι достань мне книгу с верхней полки; 4) срывать, рвать, собирать (плоды с деревьев); § λέει ό, τι φτάσει он говорит всё, что придёт в голову; έφτασε το μαχαίρι στο κόκκαλο дальше ехать некуда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φτάνω

См. также в других словарях:

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • νισάφι — και ινσάφι, το 1. έλεος, ευσπλαγχνία, χάρη 2. φρ. α) «κάνω νισάφι» φείδομαι, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι β) «νισάφι (πια)!» (χρησιμοποιείται ως έκφραση αγανάκτησης κάποιου, τού οποίου εξαντλήθηκαν η υπομονή και η αντοχή) φτάνει πια, ας δοθεί ένα… …   Dictionary of Greek

  • νισάφι — το (λ. τουρκ.), διάκριση, χάρη, έλεος, συγκράτηση: Όλη τη μέρα την περνάς στο καφενείο, νισάφι πια (συγκρατήσου, φτάνει πια) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια …   Dictionary of Greek

  • παξ — (I) Α 1. (παρακελευσματικό επιφών. προκειμένου να τελειώσει μια συζήτηση) αρκετά, φτάνει πια, αρκεί 2. (κατά τον Ησύχ., κατά παρανόηση) «πάξ ὑπόδημα εὐυπόδητον ἤ ὁμοίως ἔχει». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επιφών. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα πᾰγ… …   Dictionary of Greek

  • παρέκει — και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ επίρρ. 1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» πήγαινε πιο πέρα) 2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην… …   Dictionary of Greek

  • εμ — (αντί του ε μα) 1. για δήλωση υπομονής, αποδοχής του μοιραίου: Εμ τι να γίνει; 2. για δήλωση δυσανασχέτησης και εξάντλησης της υπομονής: Εμ φτάνει πια, δεν υποφέρεσαι! 3. (ως σύνδ. με αναδίπλωση), εμ... εμ... και έμι... έμι... και όμου... όμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»